απαλοτρεφής

απαλοτρεφής
ἁπαλοτρεφής (-οῡς), -ές (AM)
καλοθρεμμένος, παχύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁπαλοτρεφέα — ἁπαλοτρεφής well fed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁπαλοτρεφής well fed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλοτρεφοῦς — ἁπαλοτρεφής well fed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλοτρεφέος — ἁπαλοτρεφής well fed masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπαλοτρεφέων — ἁπαλοτρεφής well fed masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαλο- — (AM ἁπαλο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < απαλός. Χρησιμεύει ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και σημαίνει τον απαλό, τον τρυφερό, τον μαλακό σε σχέση προς αυτό που δηλώνει το β συνθετικό της λέξης. Πρβλ. απαλόσαρκος,… …   Dictionary of Greek

  • απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • αρτιτρεφής — ἀρτιτρεφής, ές (Α) αυτός που μόλις τώρα άρχισε να τρέφεται με μητρικό γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τρεφής < τρέφω (πρβλ. αλιτρεφής, απαλοτρεφής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”